Αμερικανάκι μετακομίζει με τη μάνα του στο Πεκίνο κι αποφασίζει να μάθει Kung Fu για να αντιμετωπίζει τα Κινεζάκια που του την πέφτουν επειδή την πέφτει σε Κινεζούλα.
Υποθέτοντας ότι έχεις ξεπεράσει το πρώτο σοκ που προσφέρει η παραγωγή, και δεν είναι άλλο από το ότι ο Will Smith έστησε ολόκληρο reboot με αφορμή να παίξει ο γιος του τον πρωταγωνιστή στην αγαπημένη τους ταινία (και στόχο να μαζέψει μερικά τσουβάλια δολάρια ξαναζωντανεύοντας το franchise), θα σου είναι πολύ πιο εύκολο να ξεπεράσεις όλα τα υπόλοιπα που σου επιφυλάσσει μέσα στην αίθουσα, ετούτη η αναβίωση ενός ορόσημου της δεκαετίας του ’80. Κρατώντας απείραχτο τον κεντρικό σκελετό κι αλλάζοντας όλα τα υπόλοιπα ως οφείλουν, οι Murphey και Kamen παραδίδουν ένα σενάριο στιβαρό στην παιδική απλοϊκότητά του, το οποίο ο Harald Zwart πιάνει και κάνει χαρτοπόλεμο, κόβοντας απ’ την ταινία ένα σωρό επίπεδα αφηγηματικής συνέχειας, για να χωρέσει στον απαιτητικό ρυθμό, ευκαιρίες να καταφέρει μέσα στην αφασία της να προσφέρει και αυθεντικά ρίγη συγκίνησης σε όσους λέει κάτι απ’ τα παλιά η παράδοσή της, και να χορτάσει με την κλοτσοπατινάδα του, όσους τούς ανοίγει καινούριες ορέξεις ο τίτλος της. Αγνοώντας φυσικά, το γεγονός ότι ο πιτσιρικάς μαθαίνει δηλωμένα kung fu, το νέο Karate Kid (2010), εκτός από ακίνδυνο αν δε σε ενοχλεί το σύνδρομο ελλιπούς προσοχής του, είναι και απροσδόκητα απολαυστικό (αν και λιγάκι τρομακτικό), με τα επίπεδα της ωμότητας της (αναίμακτης) βίας στην οποία επιδίδονται οι ανησυχητικά νέοι νεανίες του. Ο Jaden Smith, στοιχειωτικά ίδιος με τον πατέρα του σε φάτσα και εκφράσεις, αποδεικνύεται αρκετά χαρισματικός για να κουβαλήσει την ταινία στα διαλείμματα της κακοφωνίας των σκηνών μάχης, ο Zwart όμως δεν κάνει καμία προσπάθεια να υποδουλώσει την σπινταριστή ερμηνεία του στις διδαχές της πολεμικής τέχνης που τον παρακολουθείς να μαθαίνει με εκπληκτική άνεση, για να σε πείσει για την υπαρξιακή φιλοσοφία που κρύβει μέσα της η παράδοσή της, και που σου τρίβει στη μούρη ο Jackie Chan σε κάθε δεύτερη απ’ τις λιγοστές ατάκες του. Αυτό από μόνο του είναι αρκετά χαρακτηριστικό για τη σοβαρότητα των προθέσεων μιας ταινίας που υποβιβάζει την υποψήφια για Όσκαρ Taraji P Henson σε φιγούρα ταλαίπωρης μάνας με ουρλιαχτά, ξεφυσήματα, γκριμάτσες και υστερικές εκρήξεις, ταινία που δεν μπορείς να μην την καταδιασκεδάσεις, αλλά δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να σου εμπνεύσει τον μελοδραματικό σεβασμό που έκανε την πρωτότυπη εκδοχή της, ένα εικόνισμα της εποχής της.
Υποθέτοντας ότι έχεις ξεπεράσει το πρώτο σοκ που προσφέρει η παραγωγή, και δεν είναι άλλο από το ότι ο Will Smith έστησε ολόκληρο reboot με αφορμή να παίξει ο γιος του τον πρωταγωνιστή στην αγαπημένη τους ταινία (και στόχο να μαζέψει μερικά τσουβάλια δολάρια ξαναζωντανεύοντας το franchise), θα σου είναι πολύ πιο εύκολο να ξεπεράσεις όλα τα υπόλοιπα που σου επιφυλάσσει μέσα στην αίθουσα, ετούτη η αναβίωση ενός ορόσημου της δεκαετίας του ’80. Κρατώντας απείραχτο τον κεντρικό σκελετό κι αλλάζοντας όλα τα υπόλοιπα ως οφείλουν, οι Murphey και Kamen παραδίδουν ένα σενάριο στιβαρό στην παιδική απλοϊκότητά του, το οποίο ο Harald Zwart πιάνει και κάνει χαρτοπόλεμο, κόβοντας απ’ την ταινία ένα σωρό επίπεδα αφηγηματικής συνέχειας, για να χωρέσει στον απαιτητικό ρυθμό, ευκαιρίες να καταφέρει μέσα στην αφασία της να προσφέρει και αυθεντικά ρίγη συγκίνησης σε όσους λέει κάτι απ’ τα παλιά η παράδοσή της, και να χορτάσει με την κλοτσοπατινάδα του, όσους τούς ανοίγει καινούριες ορέξεις ο τίτλος της. Αγνοώντας φυσικά, το γεγονός ότι ο πιτσιρικάς μαθαίνει δηλωμένα kung fu, το νέο Karate Kid (2010), εκτός από ακίνδυνο αν δε σε ενοχλεί το σύνδρομο ελλιπούς προσοχής του, είναι και απροσδόκητα απολαυστικό (αν και λιγάκι τρομακτικό), με τα επίπεδα της ωμότητας της (αναίμακτης) βίας στην οποία επιδίδονται οι ανησυχητικά νέοι νεανίες του. Ο Jaden Smith, στοιχειωτικά ίδιος με τον πατέρα του σε φάτσα και εκφράσεις, αποδεικνύεται αρκετά χαρισματικός για να κουβαλήσει την ταινία στα διαλείμματα της κακοφωνίας των σκηνών μάχης, ο Zwart όμως δεν κάνει καμία προσπάθεια να υποδουλώσει την σπινταριστή ερμηνεία του στις διδαχές της πολεμικής τέχνης που τον παρακολουθείς να μαθαίνει με εκπληκτική άνεση, για να σε πείσει για την υπαρξιακή φιλοσοφία που κρύβει μέσα της η παράδοσή της, και που σου τρίβει στη μούρη ο Jackie Chan σε κάθε δεύτερη απ’ τις λιγοστές ατάκες του. Αυτό από μόνο του είναι αρκετά χαρακτηριστικό για τη σοβαρότητα των προθέσεων μιας ταινίας που υποβιβάζει την υποψήφια για Όσκαρ Taraji P Henson σε φιγούρα ταλαίπωρης μάνας με ουρλιαχτά, ξεφυσήματα, γκριμάτσες και υστερικές εκρήξεις, ταινία που δεν μπορείς να μην την καταδιασκεδάσεις, αλλά δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να σου εμπνεύσει τον μελοδραματικό σεβασμό που έκανε την πρωτότυπη εκδοχή της, ένα εικόνισμα της εποχής της.